χοροδιδασκαλικός

χοροδιδασκαλικός
χορο-διδασκαλικός, ή, όν, zum χοροδιδάσκαλος gehörig; die Kunst des χοροδιδάσκαλος

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χοροδιδασκαλικός — ή, ό / χοροδιδασκαλικός, ή, όν, ΝΜΑ [χοροδιδάσκαλος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην χοροδιδασκαλία ή στον χοροδιδάσκαλο …   Dictionary of Greek

  • χοροδιδασκαλικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στο χοροδιδάσκαλο ή στη χοροδιδασκαλία: Είναι τέλειος κάτοχος της χοροδιδασκαλικής τέχνης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χοροδιδασκαλικῆς — χοροδιδασκαλικός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χοροδιδασκαλική — χοροδιδασκαλικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”